κελεύσεως

κελεύσεως
κελεύσεω̆ς , κέλευσις
command
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • повелѣваниѥ — ПОВЕЛѢВАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Повеление, приказ: ѧко же и причетникомъ коежже [вм. коѣжде] сборны˫а цр҃кви. по воли i повелѣваниемь своего еп(с)па въ другыи градъ iли въ область оходити. (μετὰ… κελεύσεως) КР 1284, 84а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προορισμός — ο, ΝΜΑ [προορίζω] προκαθορισμός, καθορισμός εκ τών προτέρων (α. «προορισμός τού Ιδρύματος είναι να καλύψει τις ανάγκες της επαρχίας και τής ευρύτερης περιοχής β. «τῆς θείας κελεύσεως ἔργον ἐστὶν ὁ προορισμός», Δαμασκ. Ι.) νεοελλ. 1. σκοπός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”